- ἄνυδρος
- -ος,-ον + A 1-0-11-10-2=24 Dt 32,10; Is 35,7; 41,19; 43,19.20waterless, without water 2 Mc 1,19; dry Ps 62(63),2 (ἡ) ἄνυδρος dry land Jb 30,3; desert Ps 77(78),17
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ἄνυδρος — waterless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνυδρος — η, ο (Α ἄνυδρος, ον) 1. (για τόπους) ο ξερός, ο στεγνός, αυτός που δεν έχει καθόλου νερό ή έχει πολύ λίγο («Ἄργος ἄνυδρον», Στράβων «ἄνυδρο χωράφι») 2. (για φυτά) ξερικός, αυτός που δεν ποτίζεται («σμύρνης ἀνύδρου», Ευριπ. «ἀνύδρους σικύους»,… … Dictionary of Greek
άνυδρος — η, ο ο χωρίς βροχές, ξηρός: Ο τόπος που τους έδωσαν να ζήσουν ήταν άνυδρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνυδρότατον — ἄνυδρος waterless masc acc superl sg ἄνυδρος waterless neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνυδρον — ἄνυδρος waterless masc/fem acc sg ἄνυδρος waterless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυδροτάτην — ἄνυδρος waterless fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυδροτάτου — ἄνυδρος waterless masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυδροτέροις — ἄνυδρος waterless masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνύδροις — ἄνυδρος waterless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνύδροισιν — ἄνυδρος waterless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνύδρου — ἄνυδρος waterless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)